- σφουγγαράδικος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφουγγαρά ή στην αλιεία σπόγγων, σπογγαλιευτικός («σφουγγαράδικο καΐκι»)2. το ουδ. ως ουσ. το σφουγγαράδικοα) σπογγαλιευτικό πλοίοβ) πρατήριο σφουγγαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφουγγαραδ- τού πληθ. τής λ. σφουγγαράς + κατάλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.